Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουνόμος
βουνός
βουνώδης
βούπαις
Βουπάλειος
βούπαλις
βουπάμων
βουπελάτης
βουπλανόκτιστος
βουπλάστης
βούπλευρος
βουπληθής
βούπληκτρος
βουπλήξ
βουποίμην
βουπόλος
βουπομπός
βουπόρος
Βουπράσιος
βουπρηόνες
βούπρηστις
View word page
βούπλευρος
bishop's weed, Ammimajus

ShortDef

bishop's weed, Ammimajus

Debugging

Headword:
βούπλευρος
Headword (normalized):
βούπλευρος
Headword (normalized/stripped):
βουπλευρος
IDX:
17776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17777
Key:

Data

{'content': "bishop's weed, Ammimajus"}