Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βοῦνις
βουνίτης
βουνοβατέω
βουνοειδής
βουνομέω
βουνομία
βούνομος
βουνόμος
βουνός
βουνώδης
βούπαις
Βουπάλειος
βούπαλις
βουπάμων
βουπελάτης
βουπλανόκτιστος
βουπλάστης
βούπλευρος
βουπληθής
βούπληκτρος
βουπλήξ
View word page
βούπαις
a big boy

ShortDef

a big boy

Debugging

Headword:
βούπαις
Headword (normalized):
βούπαις
Headword (normalized/stripped):
βουπαις
IDX:
17769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17770
Key:

Data

{'content': 'a big boy'}