Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βούνιον
βοῦνις
βουνίτης
βουνοβατέω
βουνοειδής
βουνομέω
βουνομία
βούνομος
βουνόμος
βουνός
βουνώδης
βούπαις
Βουπάλειος
βούπαλις
βουπάμων
βουπελάτης
βουπλανόκτιστος
βουπλάστης
βούπλευρος
βουπληθής
βούπληκτρος
View word page
βουνώδης
hilly

ShortDef

hilly

Debugging

Headword:
βουνώδης
Headword (normalized):
βουνώδης
Headword (normalized/stripped):
βουνωδης
IDX:
17768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17769
Key:

Data

{'content': 'hilly'}