Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βουνίζω
βούνιον
βοῦνις
βουνίτης
βουνοβατέω
βουνοειδής
βουνομέω
βουνομία
βούνομος
βουνόμος
βουνός
βουνώδης
βούπαις
Βουπάλειος
βούπαλις
βουπάμων
βουπελάτης
βουπλανόκτιστος
βουπλάστης
βούπλευρος
βουπληθής
View word page
βουνός
a hill, mound
ShortDef
a hill, mound
Debugging
Headword:
βουνός
Headword (normalized):
βουνός
Headword (normalized/stripped):
βουνος
IDX:
17767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17768
Key:
Data
{'content': 'a hill, mound'}