Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουνιάς
βουνίζω
βούνιον
βοῦνις
βουνίτης
βουνοβατέω
βουνοειδής
βουνομέω
βουνομία
βούνομος
βουνόμος
βουνός
βουνώδης
βούπαις
Βουπάλειος
βούπαλις
βουπάμων
βουπελάτης
βουπλανόκτιστος
βουπλάστης
βούπλευρος
View word page
βουνόμος
of oxen at pasture

ShortDef

of oxen at pasture

Debugging

Headword:
βουνόμος
Headword (normalized):
βουνόμος
Headword (normalized/stripped):
βουνομος
IDX:
17766
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17767
Key:

Data

{'content': 'of oxen at pasture'}