Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βούμυκοι
βουνιάς
βουνίζω
βούνιον
βοῦνις
βουνίτης
βουνοβατέω
βουνοειδής
βουνομέω
βουνομία
βούνομος
βουνόμος
βουνός
βουνώδης
βούπαις
Βουπάλειος
βούπαλις
βουπάμων
βουπελάτης
βουπλανόκτιστος
βουπλάστης
View word page
βούνομος
grazed by cattle
ShortDef
grazed by cattle
Debugging
Headword:
βούνομος
Headword (normalized):
βούνομος
Headword (normalized/stripped):
βουνομος
IDX:
17765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17766
Key:
Data
{'content': 'grazed by cattle'}