Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βουμολγός
βούμυκοι
βουνιάς
βουνίζω
βούνιον
βοῦνις
βουνίτης
βουνοβατέω
βουνοειδής
βουνομέω
βουνομία
βούνομος
βουνόμος
βουνός
βουνώδης
βούπαις
Βουπάλειος
βούπαλις
βουπάμων
βουπελάτης
βουπλανόκτιστος
View word page
βουνομία
pasturage
ShortDef
pasturage
Debugging
Headword:
βουνομία
Headword (normalized):
βουνομία
Headword (normalized/stripped):
βουνομια
IDX:
17764
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17765
Key:
Data
{'content': 'pasturage'}