Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βουμέτρης
βουμολγός
βούμυκοι
βουνιάς
βουνίζω
βούνιον
βοῦνις
βουνίτης
βουνοβατέω
βουνοειδής
βουνομέω
βουνομία
βούνομος
βουνόμος
βουνός
βουνώδης
βούπαις
Βουπάλειος
βούπαλις
βουπάμων
βουπελάτης
View word page
βουνομέω
pasture cattle
ShortDef
pasture cattle
Debugging
Headword:
βουνομέω
Headword (normalized):
βουνομέω
Headword (normalized/stripped):
βουνομεω
IDX:
17763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17764
Key:
Data
{'content': 'pasture cattle'}