Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βούμασθος
βουμελία
βουμέτρης
βουμολγός
βούμυκοι
βουνιάς
βουνίζω
βούνιον
βοῦνις
βουνίτης
βουνοβατέω
βουνοειδής
βουνομέω
βουνομία
βούνομος
βουνόμος
βουνός
βουνώδης
βούπαις
Βουπάλειος
βούπαλις
View word page
βουνοβατέω
to walk the hills

ShortDef

to walk the hills

Debugging

Headword:
βουνοβατέω
Headword (normalized):
βουνοβατέω
Headword (normalized/stripped):
βουνοβατεω
IDX:
17761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17762
Key:

Data

{'content': 'to walk the hills'}