Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βουλυτόνδε
βουλυτός
βουμανές
βούμασθος
βουμελία
βουμέτρης
βουμολγός
βούμυκοι
βουνιάς
βουνίζω
βούνιον
βοῦνις
βουνίτης
βουνοβατέω
βουνοειδής
βουνομέω
βουνομία
βούνομος
βουνόμος
βουνός
βουνώδης
View word page
βούνιον
earth-nut, Bunium ferulaceum
ShortDef
earth-nut, Bunium ferulaceum
Debugging
Headword:
βούνιον
Headword (normalized):
βούνιον
Headword (normalized/stripped):
βουνιον
IDX:
17758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17759
Key:
Data
{'content': 'earth-nut, Bunium ferulaceum'}