Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουλύσιος
βουλυτόνδε
βουλυτός
βουμανές
βούμασθος
βουμελία
βουμέτρης
βουμολγός
βούμυκοι
βουνιάς
βουνίζω
βούνιον
βοῦνις
βουνίτης
βουνοβατέω
βουνοειδής
βουνομέω
βουνομία
βούνομος
βουνόμος
βουνός
View word page
βουνίζω
heap up, pile up

ShortDef

heap up, pile up

Debugging

Headword:
βουνίζω
Headword (normalized):
βουνίζω
Headword (normalized/stripped):
βουνιζω
IDX:
17757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17758
Key:

Data

{'content': 'heap up, pile up'}