Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλύσιος
βουλυτόνδε
βουλυτός
βουμανές
βούμασθος
βουμελία
βουμέτρης
βουμολγός
βούμυκοι
βουνιάς
βουνίζω
βούνιον
βοῦνις
βουνίτης
βουνοβατέω
βουνοειδής
βουνομέω
βουνομία
βούνομος
View word page
βούμυκοι
loud bellowings
ShortDef
loud bellowings
Debugging
Headword:
βούμυκοι
Headword (normalized):
βούμυκοι
Headword (normalized/stripped):
βουμυκοι
IDX:
17755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17756
Key:
Data
{'content': 'loud bellowings'}