Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βουλογραφία
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλύσιος
βουλυτόνδε
βουλυτός
βουμανές
βούμασθος
βουμελία
βουμέτρης
βουμολγός
βούμυκοι
βουνιάς
βουνίζω
βούνιον
βοῦνις
βουνίτης
βουνοβατέω
βουνοειδής
βουνομέω
βουνομία
View word page
βουμολγός
cow-milking
ShortDef
cow-milking
Debugging
Headword:
βουμολγός
Headword (normalized):
βουμολγός
Headword (normalized/stripped):
βουμολγος
IDX:
17754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17755
Key:
Data
{'content': 'cow-milking'}