Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουλιμιάω
βουλιμώδης
βούλιος
βούλλα
βουλογραφία
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλύσιος
βουλυτόνδε
βουλυτός
βουμανές
βούμασθος
βουμελία
βουμέτρης
βουμολγός
βούμυκοι
βουνιάς
βουνίζω
βούνιον
βοῦνις
βουνίτης
View word page
βουμανές
plant

ShortDef

plant

Debugging

Headword:
βουμανές
Headword (normalized):
βουμανές
Headword (normalized/stripped):
βουμανες
IDX:
17750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17751
Key:

Data

{'content': 'plant'}