Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βουλιμίασις
βουλιμιάω
βουλιμώδης
βούλιος
βούλλα
βουλογραφία
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλύσιος
βουλυτόνδε
βουλυτός
βουμανές
βούμασθος
βουμελία
βουμέτρης
βουμολγός
βούμυκοι
βουνιάς
βουνίζω
βούνιον
βοῦνις
View word page
βουλυτός
the time for unyoking oxen, evening
ShortDef
the time for unyoking oxen, evening
Debugging
Headword:
βουλυτός
Headword (normalized):
βουλυτός
Headword (normalized/stripped):
βουλυτος
IDX:
17749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17750
Key:
Data
{'content': 'the time for unyoking oxen, evening'}