Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βουληφόρος
βουλιμία
βουλιμίασις
βουλιμιάω
βουλιμώδης
βούλιος
βούλλα
βουλογραφία
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλύσιος
βουλυτόνδε
βουλυτός
βουμανές
βούμασθος
βουμελία
βουμέτρης
βουμολγός
βούμυκοι
βουνιάς
βουνίζω
View word page
βουλύσιος
for unyoking
ShortDef
for unyoking
Debugging
Headword:
βουλύσιος
Headword (normalized):
βουλύσιος
Headword (normalized/stripped):
βουλυσιος
IDX:
17747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17748
Key:
Data
{'content': 'for unyoking'}