Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουλητέος
βουλητός
βουληφόρος
βουλιμία
βουλιμίασις
βουλιμιάω
βουλιμώδης
βούλιος
βούλλα
βουλογραφία
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλύσιος
βουλυτόνδε
βουλυτός
βουμανές
βούμασθος
βουμελία
βουμέτρης
βουμολγός
βούμυκοι
View word page
βούλομαι
to will, wish, be willing

ShortDef

to will, wish, be willing

Debugging

Headword:
βούλομαι
Headword (normalized):
βούλομαι
Headword (normalized/stripped):
βουλομαι
IDX:
17745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17746
Key:

Data

{'content': 'to will, wish, be willing'}