Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουλήεις
βούλημα
βουλημάτιον
βούλησις
βουλητέος
βουλητός
βουληφόρος
βουλιμία
βουλιμίασις
βουλιμιάω
βουλιμώδης
βούλιος
βούλλα
βουλογραφία
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλύσιος
βουλυτόνδε
βουλυτός
βουμανές
βούμασθος
View word page
βουλιμώδης
of the nature of βούλιμος

ShortDef

of the nature of βούλιμος

Debugging

Headword:
βουλιμώδης
Headword (normalized):
βουλιμώδης
Headword (normalized/stripped):
βουλιμωδης
IDX:
17741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17742
Key:

Data

{'content': 'of the nature of βούλιμος'}