Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουληγόρος
βουλήεις
βούλημα
βουλημάτιον
βούλησις
βουλητέος
βουλητός
βουληφόρος
βουλιμία
βουλιμίασις
βουλιμιάω
βουλιμώδης
βούλιος
βούλλα
βουλογραφία
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλύσιος
βουλυτόνδε
βουλυτός
βουμανές
View word page
βουλιμιάω
to suffer from ravenous hunger; to suffer boulimia

ShortDef

to suffer from ravenous hunger; to suffer boulimia

Debugging

Headword:
βουλιμιάω
Headword (normalized):
βουλιμιάω
Headword (normalized/stripped):
βουλιμιαω
IDX:
17740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17741
Key:

Data

{'content': 'to suffer from ravenous hunger; to suffer boulimia'}