Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀθροίζω
ἄθροισις
ἄθροισμα
ἀθροισμός
ἁθροιστέον
ἀθροιστικός
ἀθροοποσία
ἀθρόος
ἄθροος
ἀθροότης
ἄθρυπτος
Ἄθρυς
ἀθρυψία
ἀθυμέω
ἀθυμητέον
ἀθυμία
ἀθυμίαστος
ἀθυμίατος
ἄθυμος
ἀθυμόω
ἄθυρμα
View word page
ἄθρυπτος
not broken, not enervated

ShortDef

not broken, not enervated

Debugging

Headword:
ἄθρυπτος
Headword (normalized):
ἄθρυπτος
Headword (normalized/stripped):
αθρυπτος
IDX:
1773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1774
Key:

Data

{'content': 'not broken, not enervated'}