Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουλή
βουληγορέω
βουληγορία
βουληγόρος
βουλήεις
βούλημα
βουλημάτιον
βούλησις
βουλητέος
βουλητός
βουληφόρος
βουλιμία
βουλιμίασις
βουλιμιάω
βουλιμώδης
βούλιος
βούλλα
βουλογραφία
βούλομαι
βουλόμαχος
βουλύσιος
View word page
βουληφόρος
counselling, advising

ShortDef

counselling, advising

Debugging

Headword:
βουληφόρος
Headword (normalized):
βουληφόρος
Headword (normalized/stripped):
βουληφορος
IDX:
17737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17738
Key:

Data

{'content': 'counselling, advising'}