Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουλεύω
βουλή
βουληγορέω
βουληγορία
βουληγόρος
βουλήεις
βούλημα
βουλημάτιον
βούλησις
βουλητέος
βουλητός
βουληφόρος
βουλιμία
βουλιμίασις
βουλιμιάω
βουλιμώδης
βούλιος
βούλλα
βουλογραφία
βούλομαι
βουλόμαχος
View word page
βουλητός
that is

ShortDef

that is

Debugging

Headword:
βουλητός
Headword (normalized):
βουλητός
Headword (normalized/stripped):
βουλητος
IDX:
17736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17737
Key:

Data

{'content': 'that is'}