Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βουλευτικός
βουλευτός
βουλεύω
βουλή
βουληγορέω
βουληγορία
βουληγόρος
βουλήεις
βούλημα
βουλημάτιον
βούλησις
βουλητέος
βουλητός
βουληφόρος
βουλιμία
βουλιμίασις
βουλιμιάω
βουλιμώδης
βούλιος
βούλλα
βουλογραφία
View word page
βούλησις
a willing
ShortDef
a willing
Debugging
Headword:
βούλησις
Headword (normalized):
βούλησις
Headword (normalized/stripped):
βουλησις
IDX:
17734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17735
Key:
Data
{'content': 'a willing'}