Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουλευτέον
βουλευτήριον
βουλευτήριος
βουλευτής
βουλευτικός
βουλευτός
βουλεύω
βουλή
βουληγορέω
βουληγορία
βουληγόρος
βουλήεις
βούλημα
βουλημάτιον
βούλησις
βουλητέος
βουλητός
βουληφόρος
βουλιμία
βουλιμίασις
βουλιμιάω
View word page
βουληγόρος
one who speaks in the Senate

ShortDef

one who speaks in the Senate

Debugging

Headword:
βουληγόρος
Headword (normalized):
βουληγόρος
Headword (normalized/stripped):
βουληγορος
IDX:
17730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17731
Key:

Data

{'content': 'one who speaks in the Senate'}