Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουλεκκλησία
βούλευμα
βουλευμάτιον
βούλευσις
βουλευτέον
βουλευτήριον
βουλευτήριος
βουλευτής
βουλευτικός
βουλευτός
βουλεύω
βουλή
βουληγορέω
βουληγορία
βουληγόρος
βουλήεις
βούλημα
βουλημάτιον
βούλησις
βουλητέος
βουλητός
View word page
βουλεύω
to take counsel, deliberate, concert measures

ShortDef

to take counsel, deliberate, concert measures

Debugging

Headword:
βουλεύω
Headword (normalized):
βουλεύω
Headword (normalized/stripped):
βουλευω
IDX:
17726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17727
Key:

Data

{'content': 'to take counsel, deliberate, concert measures'}