Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουλάπαθον
βουλαρχέω
βουλαρχία
βούλαρχος
βουλαχέω
βουλεία
βουλεκκλησία
βούλευμα
βουλευμάτιον
βούλευσις
βουλευτέον
βουλευτήριον
βουλευτήριος
βουλευτής
βουλευτικός
βουλευτός
βουλεύω
βουλή
βουληγορέω
βουληγορία
βουληγόρος
View word page
βουλευτέον
one must take counsel

ShortDef

one must take counsel

Debugging

Headword:
βουλευτέον
Headword (normalized):
βουλευτέον
Headword (normalized/stripped):
βουλευτεον
IDX:
17720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17721
Key:

Data

{'content': 'one must take counsel'}