Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βούκριος
βουλά
βουλαῖος
βουλάπαθον
βουλαρχέω
βουλαρχία
βούλαρχος
βουλαχέω
βουλεία
βουλεκκλησία
βούλευμα
βουλευμάτιον
βούλευσις
βουλευτέον
βουλευτήριον
βουλευτήριος
βουλευτής
βουλευτικός
βουλευτός
βουλεύω
βουλή
View word page
βούλευμα
a deliberate resolution, purpose, design, plan

ShortDef

a deliberate resolution, purpose, design, plan

Debugging

Headword:
βούλευμα
Headword (normalized):
βούλευμα
Headword (normalized/stripped):
βουλευμα
IDX:
17717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17718
Key:

Data

{'content': 'a deliberate resolution, purpose, design, plan'}