Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουκονιστήριον
βουκόρυζα
βουκόρυζος
βουκράνιον
βούκριος
βουλά
βουλαῖος
βουλάπαθον
βουλαρχέω
βουλαρχία
βούλαρχος
βουλαχέω
βουλεία
βουλεκκλησία
βούλευμα
βουλευμάτιον
βούλευσις
βουλευτέον
βουλευτήριον
βουλευτήριος
βουλευτής
View word page
βούλαρχος
chief of the senate

ShortDef

chief of the senate

Debugging

Headword:
βούλαρχος
Headword (normalized):
βούλαρχος
Headword (normalized/stripped):
βουλαρχος
IDX:
17713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17714
Key:

Data

{'content': 'chief of the senate'}