Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουκόλος
βουκονιστήριον
βουκόρυζα
βουκόρυζος
βουκράνιον
βούκριος
βουλά
βουλαῖος
βουλάπαθον
βουλαρχέω
βουλαρχία
βούλαρχος
βουλαχέω
βουλεία
βουλεκκλησία
βούλευμα
βουλευμάτιον
βούλευσις
βουλευτέον
βουλευτήριον
βουλευτήριος
View word page
βουλαρχία
office of βούλαρχος

ShortDef

office of βούλαρχος

Debugging

Headword:
βουλαρχία
Headword (normalized):
βουλαρχία
Headword (normalized/stripped):
βουλαρχια
IDX:
17712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17713
Key:

Data

{'content': 'office of βούλαρχος'}