Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βουκολίων
βουκόλος
βουκονιστήριον
βουκόρυζα
βουκόρυζος
βουκράνιον
βούκριος
βουλά
βουλαῖος
βουλάπαθον
βουλαρχέω
βουλαρχία
βούλαρχος
βουλαχέω
βουλεία
βουλεκκλησία
βούλευμα
βουλευμάτιον
βούλευσις
βουλευτέον
βουλευτήριον
View word page
βουλαρχέω
to be a βούλαρχος

ShortDef

to be a βούλαρχος

Debugging

Headword:
βουλαρχέω
Headword (normalized):
βουλαρχέω
Headword (normalized/stripped):
βουλαρχεω
IDX:
17711
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17712
Key:

Data

{'content': 'to be a βούλαρχος'}