Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀθρίγγωτος
ἄθριξ
ἀθριπήδεστος
ἀθροίζω
ἄθροισις
ἄθροισμα
ἀθροισμός
ἁθροιστέον
ἀθροιστικός
ἀθροοποσία
ἀθρόος
ἄθροος
ἀθροότης
ἄθρυπτος
Ἄθρυς
ἀθρυψία
ἀθυμέω
ἀθυμητέον
ἀθυμία
ἀθυμίαστος
ἀθυμίατος
View word page
ἀθρόος
in crowds, massed together
ShortDef
in crowds, massed together
Debugging
Headword:
ἀθρόος
Headword (normalized):
ἀθρόος
Headword (normalized/stripped):
αθροος
IDX:
1770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1771
Key:
Data
{'content': 'in crowds, massed together'}