Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βουκολιαστής
Βουκολίδης
βουκολικός
βουκόλιον
βουκολίς
βουκολίσκος
Βουκολίων
βουκόλος
βουκονιστήριον
βουκόρυζα
βουκόρυζος
βουκράνιον
βούκριος
βουλά
βουλαῖος
βουλάπαθον
βουλαρχέω
βουλαρχία
βούλαρχος
βουλαχέω
βουλεία
View word page
βουκόρυζος
stupid
ShortDef
stupid
Debugging
Headword:
βουκόρυζος
Headword (normalized):
βουκόρυζος
Headword (normalized/stripped):
βουκορυζος
IDX:
17705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17706
Key:
Data
{'content': 'stupid'}