Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βουκολιάζομαι
βουκολιασμός
βουκολιαστής
Βουκολίδης
βουκολικός
βουκόλιον
βουκολίς
βουκολίσκος
Βουκολίων
βουκόλος
βουκονιστήριον
βουκόρυζα
βουκόρυζος
βουκράνιον
βούκριος
βουλά
βουλαῖος
βουλάπαθον
βουλαρχέω
βουλαρχία
βούλαρχος
View word page
βουκονιστήριον
bullring
ShortDef
bullring
Debugging
Headword:
βουκονιστήριον
Headword (normalized):
βουκονιστήριον
Headword (normalized/stripped):
βουκονιστηριον
IDX:
17703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17704
Key:
Data
{'content': 'bullring'}