Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουκολία
βουκολιάζομαι
βουκολιασμός
βουκολιαστής
Βουκολίδης
βουκολικός
βουκόλιον
βουκολίς
βουκολίσκος
Βουκολίων
βουκόλος
βουκονιστήριον
βουκόρυζα
βουκόρυζος
βουκράνιον
βούκριος
βουλά
βουλαῖος
βουλάπαθον
βουλαρχέω
βουλαρχία
View word page
βουκόλος
a cowherd, herdsman

ShortDef

a cowherd, herdsman

Debugging

Headword:
βουκόλος
Headword (normalized):
βουκόλος
Headword (normalized/stripped):
βουκολος
IDX:
17702
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17703
Key:

Data

{'content': 'a cowherd, herdsman'}