Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουκολητής
βουκολία
βουκολιάζομαι
βουκολιασμός
βουκολιαστής
Βουκολίδης
βουκολικός
βουκόλιον
βουκολίς
βουκολίσκος
Βουκολίων
βουκόλος
βουκονιστήριον
βουκόρυζα
βουκόρυζος
βουκράνιον
βούκριος
βουλά
βουλαῖος
βουλάπαθον
βουλαρχέω
View word page
Βουκολίων
Bucolion, son of Laomedon

ShortDef

Bucolion, son of Laomedon

Debugging

Headword:
Βουκολίων
Headword (normalized):
βουκολίων
Headword (normalized/stripped):
βουκολιων
IDX:
17701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17702
Key:

Data

{'content': 'Bucolion, son of Laomedon'}