Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουκόλησις
βουκολητής
βουκολία
βουκολιάζομαι
βουκολιασμός
βουκολιαστής
Βουκολίδης
βουκολικός
βουκόλιον
βουκολίς
βουκολίσκος
Βουκολίων
βουκόλος
βουκονιστήριον
βουκόρυζα
βουκόρυζος
βουκράνιον
βούκριος
βουλά
βουλαῖος
βουλάπαθον
View word page
βουκολίσκος
bandage; cowboy

ShortDef

bandage; cowboy

Debugging

Headword:
βουκολίσκος
Headword (normalized):
βουκολίσκος
Headword (normalized/stripped):
βουκολισκος
IDX:
17700
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17701
Key:

Data

{'content': 'bandage; cowboy'}