Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουκόλημα
βουκόλησις
βουκολητής
βουκολία
βουκολιάζομαι
βουκολιασμός
βουκολιαστής
Βουκολίδης
βουκολικός
βουκόλιον
βουκολίς
βουκολίσκος
Βουκολίων
βουκόλος
βουκονιστήριον
βουκόρυζα
βουκόρυζος
βουκράνιον
βούκριος
βουλά
βουλαῖος
View word page
βουκολίς
cattle-pasture

ShortDef

cattle-pasture

Debugging

Headword:
βουκολίς
Headword (normalized):
βουκολίς
Headword (normalized/stripped):
βουκολις
IDX:
17699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17700
Key:

Data

{'content': 'cattle-pasture'}