Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βουκολεῖον
βουκολέω
βουκόλημα
βουκόλησις
βουκολητής
βουκολία
βουκολιάζομαι
βουκολιασμός
βουκολιαστής
Βουκολίδης
βουκολικός
βουκόλιον
βουκολίς
βουκολίσκος
Βουκολίων
βουκόλος
βουκονιστήριον
βουκόρυζα
βουκόρυζος
βουκράνιον
βούκριος
View word page
βουκολικός
pastoral
ShortDef
pastoral
Debugging
Headword:
βουκολικός
Headword (normalized):
βουκολικός
Headword (normalized/stripped):
βουκολικος
IDX:
17697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17698
Key:
Data
{'content': 'pastoral'}