Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουκέφαλος
βουκινίζω
βουκολεῖον
βουκολέω
βουκόλημα
βουκόλησις
βουκολητής
βουκολία
βουκολιάζομαι
βουκολιασμός
βουκολιαστής
Βουκολίδης
βουκολικός
βουκόλιον
βουκολίς
βουκολίσκος
Βουκολίων
βουκόλος
βουκονιστήριον
βουκόρυζα
βουκόρυζος
View word page
βουκολιαστής
a pastoral poet

ShortDef

a pastoral poet

Debugging

Headword:
βουκολιαστής
Headword (normalized):
βουκολιαστής
Headword (normalized/stripped):
βουκολιαστης
IDX:
17695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17696
Key:

Data

{'content': 'a pastoral poet'}