Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βούκερως
βουκεφάλιον
βουκέφαλος
βουκινίζω
βουκολεῖον
βουκολέω
βουκόλημα
βουκόλησις
βουκολητής
βουκολία
βουκολιάζομαι
βουκολιασμός
βουκολιαστής
Βουκολίδης
βουκολικός
βουκόλιον
βουκολίς
βουκολίσκος
Βουκολίων
βουκόλος
βουκονιστήριον
View word page
βουκολιάζομαι
to sing or write pastorals
ShortDef
to sing or write pastorals
Debugging
Headword:
βουκολιάζομαι
Headword (normalized):
βουκολιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
βουκολιαζομαι
IDX:
17693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17694
Key:
Data
{'content': 'to sing or write pastorals'}