Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βούκελλα
βουκέντης
βούκεντρον
βούκερως
βουκεφάλιον
βουκέφαλος
βουκινίζω
βουκολεῖον
βουκολέω
βουκόλημα
βουκόλησις
βουκολητής
βουκολία
βουκολιάζομαι
βουκολιασμός
βουκολιαστής
Βουκολίδης
βουκολικός
βουκόλιον
βουκολίς
βουκολίσκος
View word page
βουκόλησις
tending of cattle

ShortDef

tending of cattle

Debugging

Headword:
βουκόλησις
Headword (normalized):
βουκόλησις
Headword (normalized/stripped):
βουκολησις
IDX:
17690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17691
Key:

Data

{'content': 'tending of cattle'}