Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βουκαρδία
βούκελλα
βουκέντης
βούκεντρον
βούκερως
βουκεφάλιον
βουκέφαλος
βουκινίζω
βουκολεῖον
βουκολέω
βουκόλημα
βουκόλησις
βουκολητής
βουκολία
βουκολιάζομαι
βουκολιασμός
βουκολιαστής
Βουκολίδης
βουκολικός
βουκόλιον
βουκολίς
View word page
βουκόλημα
a beguilement
ShortDef
a beguilement
Debugging
Headword:
βουκόλημα
Headword (normalized):
βουκόλημα
Headword (normalized/stripped):
βουκολημα
IDX:
17689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17690
Key:
Data
{'content': 'a beguilement'}