Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀθρηνί
ἀθρητέον
ἀθρίγγωτος
ἄθριξ
ἀθριπήδεστος
ἀθροίζω
ἄθροισις
ἄθροισμα
ἀθροισμός
ἁθροιστέον
ἀθροιστικός
ἀθροοποσία
ἀθρόος
ἄθροος
ἀθροότης
ἄθρυπτος
Ἄθρυς
ἀθρυψία
ἀθυμέω
ἀθυμητέον
ἀθυμία
View word page
ἀθροιστικός
given to accumulation

ShortDef

given to accumulation

Debugging

Headword:
ἀθροιστικός
Headword (normalized):
ἀθροιστικός
Headword (normalized/stripped):
αθροιστικος
IDX:
1768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1769
Key:

Data

{'content': 'given to accumulation'}