Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βούθυτος
Βουίανον
βουκαῖος
βουκάπη
βουκάπηλος
βουκαρδία
βούκελλα
βουκέντης
βούκεντρον
βούκερως
βουκεφάλιον
βουκέφαλος
βουκινίζω
βουκολεῖον
βουκολέω
βουκόλημα
βουκόλησις
βουκολητής
βουκολία
βουκολιάζομαι
βουκολιασμός
View word page
βουκεφάλιον
ox-head

ShortDef

ox-head

Debugging

Headword:
βουκεφάλιον
Headword (normalized):
βουκεφάλιον
Headword (normalized/stripped):
βουκεφαλιον
IDX:
17684
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17685
Key:

Data

{'content': 'ox-head'}