Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βουζύγιος
βουθερής
βουθοίνης
βούθορος
βουθόρος
βουθυσία
βουθυτέω
βούθυτος
Βουίανον
βουκαῖος
βουκάπη
βουκάπηλος
βουκαρδία
βούκελλα
βουκέντης
βούκεντρον
βούκερως
βουκεφάλιον
βουκέφαλος
βουκινίζω
βουκολεῖον
View word page
βουκάπη
ox-stall
ShortDef
ox-stall
Debugging
Headword:
βουκάπη
Headword (normalized):
βουκάπη
Headword (normalized/stripped):
βουκαπη
IDX:
17677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17678
Key:
Data
{'content': 'ox-stall'}