Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βουδόκος
βουδόρος
βουδύτης
βουζύγης
βουζύγιος
βουθερής
βουθοίνης
βούθορος
βουθόρος
βουθυσία
βουθυτέω
βούθυτος
Βουίανον
βουκαῖος
βουκάπη
βουκάπηλος
βουκαρδία
βούκελλα
βουκέντης
βούκεντρον
βούκερως
View word page
βουθυτέω
to slay
ShortDef
to slay
Debugging
Headword:
βουθυτέω
Headword (normalized):
βουθυτέω
Headword (normalized/stripped):
βουθυτεω
IDX:
17673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17674
Key:
Data
{'content': 'to slay'}