Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Βούδειον
βουδεψήϊον
Βουδῖνοι
βουδόκος
βουδόρος
βουδύτης
βουζύγης
βουζύγιος
βουθερής
βουθοίνης
βούθορος
βουθόρος
βουθυσία
βουθυτέω
βούθυτος
Βουίανον
βουκαῖος
βουκάπη
βουκάπηλος
βουκαρδία
βούκελλα
View word page
βούθορος
affording summer pasture

ShortDef

affording summer pasture

Debugging

Headword:
βούθορος
Headword (normalized):
βούθορος
Headword (normalized/stripped):
βουθορος
IDX:
17670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17671
Key:

Data

{'content': 'affording summer pasture'}