Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βούγλωσσος
βουγονής
Βούδειον
βουδεψήϊον
Βουδῖνοι
βουδόκος
βουδόρος
βουδύτης
βουζύγης
βουζύγιος
βουθερής
βουθοίνης
βούθορος
βουθόρος
βουθυσία
βουθυτέω
βούθυτος
Βουίανον
βουκαῖος
βουκάπη
βουκάπηλος
View word page
βουθερής
affording summer-pasture

ShortDef

affording summer-pasture

Debugging

Headword:
βουθερής
Headword (normalized):
βουθερής
Headword (normalized/stripped):
βουθερης
IDX:
17668
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17669
Key:

Data

{'content': 'affording summer-pasture'}