Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

βουγάϊος
βούγλωσσον
βούγλωσσος
βουγονής
Βούδειον
βουδεψήϊον
Βουδῖνοι
βουδόκος
βουδόρος
βουδύτης
βουζύγης
βουζύγιος
βουθερής
βουθοίνης
βούθορος
βουθόρος
βουθυσία
βουθυτέω
βούθυτος
Βουίανον
βουκαῖος
View word page
βουζύγης
who first yoked oxen

ShortDef

who first yoked oxen

Debugging

Headword:
βουζύγης
Headword (normalized):
βουζύγης
Headword (normalized/stripped):
βουζυγης
IDX:
17666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17667
Key:

Data

{'content': 'who first yoked oxen'}