Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
βουβωνόομαι
βουβωνοφύλαξ
βουγάϊος
βούγλωσσον
βούγλωσσος
βουγονής
Βούδειον
βουδεψήϊον
Βουδῖνοι
βουδόκος
βουδόρος
βουδύτης
βουζύγης
βουζύγιος
βουθερής
βουθοίνης
βούθορος
βουθόρος
βουθυσία
βουθυτέω
βούθυτος
View word page
βουδόρος
flaying oxen
ShortDef
flaying oxen
Debugging
Headword:
βουδόρος
Headword (normalized):
βουδόρος
Headword (normalized/stripped):
βουδορος
IDX:
17664
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-17665
Key:
Data
{'content': 'flaying oxen'}